- ἐρίζωος
- ἐρί-ζωος, ον,A = πάνυ ζῶν, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ερίζωος — ἐρίζωος, ον (Α) μακρόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + ζώος (< ζω)] … Dictionary of Greek
ἐριζώοισι — ἐρίζωος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… … Dictionary of Greek